- μεταπίπτω
- μεταπίπτω, μετέπεσα βλ. πίν. 141
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταπίπτω — μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres subj act 1st sg μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
μεταπεσόν — μεταπίπτω fall differently aor part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντα — μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc pl μεταπίπτω fall differently aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντων — μεταπίπτω fall differently aor part act masc/neut gen pl μεταπίπτω fall differently aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκε — μεταπίπτω fall differently perf imperat act 2nd sg μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκεν — μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg μεταπίπτω fall differently plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπῖπτον — μεταπίπτω fall differently pres part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέπεσον — μεταπίπτω fall differently aor ind act 3rd pl μεταπίπτω fall differently aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεπτωκυῖαν — μεταπίπτω fall differently perf part act fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)